- χορτασμός
- ο1) насыщение;
χορτασμόν δεν έχει — он ненасытен;
2) пресыщение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορτασμόν δεν έχει — он ненасытен;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορτασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτασμός — ο, ΝΜΑ, και χορταμός Ν [χορτάζω] το να χορταίνει κανείς, ο κορεσμός τής πείνας (α. «ο χορτασμός και η απόλαυσις», Ζερβ. β. «λαβροσιάων, χορτασμῶν ἀκόσμων», Αναξανδρ.) νεοελλ. φρ. «χορτασμό δεν έχει» (για πρόσ.) είναι αχόρταγος … Dictionary of Greek
χορτασμός — ο βλ. χόρτασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορτασμοῦ — χορτασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτασμῶν — χορτασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτασμόν — χορτασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άση — ἄση, η (Α) 1. η αηδία, η ναυτία 2. η αγωνία, η απελπισία 3. ο πόθος 4. η λάσπη του ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. *άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον… … Dictionary of Greek
κατάκορος — κατάκορος, ον (AM) ο τελείως κορεσμένος αρχ. άμετρος, υπερβολικός («ταῑς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.). επίρρ... κατακόρως (AM κατακόρως) υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.) μσν. με… … Dictionary of Greek
κατακορής — κατακορής, ές (Α) 1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.) 2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.) 3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.) 4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ… … Dictionary of Greek
κορεσμός — ο 1. κόρος, υπερπλήρωση, χορτασμός 2. (φυσ. χημ. μετεωρ.) κατάσταση ενός φυσικοχημικού ή άλλου συστήματος κατά την οποία ένα ορισμένο χαρακτηριστικό μέγεθος έχει αποκτήσει τη μέγιστη τιμή του, όπως είναι λ.χ. η κατάσταση τών κορεσμένων διαλυμάτων … Dictionary of Greek
κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… … Dictionary of Greek